Αθήνα – 8 Απριλίου 2024 – Ο παγκόσμιος κλάδος του private equity αρχίζει να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, παρά το γεγονός ότι το 2023 σημειώθηκε η μεγαλύτερη πτώση του κλάδου από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-09, καταλήγει η 15η ετήσια έκθεση Global Private Equity της Bain & Company.
Η σύναψη συμφωνιών του κλάδου καθώς και τα exits υπέστησαν πέρυσι απότομη πτώση με τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, τη μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1980, η οποία κλόνισε την εμπιστοσύνη των επενδυτών παγκοσμίως προκαλώντας ανησυχία και επιδεινώνοντας την εικόνα του 2022. Μόνο πέρυσι η αξία των buyouts μειώθηκε κατά 37% σε ετήσια βάση φτάνοντας στα 438 δισεκατομμύρια δολάρια, στη χειρότερη επίδοση από το 2016, και παρέμεινε κατά 60% χαμηλότερη σε σύγκριση με την κορύφωση του 2021. Σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα του 2021, ο αριθμός των deals μειώθηκε κατά 35% και η αξία των exits μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα (66%).
Ωστόσο, σύμφωνα με τη τωρινή ανάλυση της Bain, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις για μια πλήρη ανάκαμψη, ο κλάδος του private equity βρίσκεται σε σταθερή ανοδική πορεία όσον αφορά τη δραστηριότητα, η οποία –αν και διστακτική ακόμη– θέτει τις βάσεις για περαιτέρω ανάκαμψη. Επίσης, ακόμη και οι περιορισμένες μειώσεις των επιτοκίων που άφησε να εννοηθούν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι πιθανό να ωθήσουν την αύξηση των συμφωνιών. Σύμφωνα με την Bain, δεδομένου ότι μόνο τα buyout funds έχουν ρεκόρ αδιάθετων κεφαλαίων ύψους 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων «dry powder», το 26% των οποίων είναι τεσσάρων ή περισσότερων ετών, η αναμενόμενη ανάκαμψη θα τροφοδοτηθεί πιθανότατα από την ισχυρότερη, σε σχέση με το κανονικό, ώθηση των general partners (GPs) να συνεχίσουν τη σύναψη συμφωνιών.
«Η αγορά των deals ξεκινάει κάπως καλύτερα φέτος και είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι για τις προοπτικές. Η τεράστια κλίμακα και η ταχύτητα της αύξησης των επιτοκίων πέρυσι, καθώς και η αβεβαιότητα γύρω από αυτό το ζήτημα, αποτέλεσαν σοκ για τον κλάδο το 2023. Ωστόσο, οι προοπτικές παραμένουν καλές. Με τα επιτόκια να διατηρούνται σταθερά τους επόμενους μήνες, υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση σταθερότητας. Σε συνδυασμό με το κίνητρο να διατεθεί η τεράστια ποσότητα του «dry powder», αναμένουμε ότι οι GPs θα εμπλακούν και πάλι ενεργά. Πάντως, η απλή αναμονή για την ανάκαμψη των συνθηκών δεν είναι βιώσιμη στρατηγική», δήλωσε ο Hugh MacArthur, chairman του παγκόσμιου κλάδου private equity της Bain & Company.
«Στην ευρωπαϊκή αγορά, η αξία των επενδύσεων και exits συνέχισε την πτωτική της πορεία. Ο αριθμός fundraisings μειώθηκε, αλλά η αξία τους συγκρατήθηκε σε ένα βαθμό από έναν αριθμό μεγάλων deals. Παρόλα αυτά, βλέπουμε ήδη σημάδια ανάκαμψης, τόσο λόγω της πιθανής μείωσης των επιτοκίων, όσο και λόγω των αδιάθετων κεφαλαίων ύψους $820 δις μόνο στην Ευρώπη. Φυσικά αυτή η ανάκαμψη αναμένουμε να διασφαλίσει έναν ακόμα άξονα ανάπτυξης και επενδύσεων για την ελληνική αγορά», αναφέρει ο Δημήτρης Ψαρρής, Managing Partner της Bain & Company Greece.
«Η σημαντική πτώση – περίπου 46% - της αγοράς του private equity το 2023 στην Ευρώπη δημιουργούν την ανάγκη για αυξημένη δραστηριότητα από τους GPs συμπεριλαμβανομένης και της αναζήτησης ευκαιριών στην ελληνική αγορά.», αναφέρει ο Ανδρέας Κυριλής, Partner της Bain & Company Greece.
Ωστόσο, ενώ οι συνθήκες για τον κλάδο του private equity αρχίζουν να βελτιώνονται, η Bain μέσω της έκθεσης της προειδοποιεί ότι ο κλάδος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες μεγεθύνονται από την αύξηση του μεγέθους και της πολυπλοκότητας του κλάδου μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος της επίμονης μακροοικονομικής αβεβαιότητας, δεδομένου ότι οι ανησυχίες για τον κίνδυνο ύφεσης συνεχίζουν να υφίστανται παρά την ισχυρή ανάπτυξη των ΗΠΑ.
Το πάγωμα των exits αποτελεί κρίσιμη πρόκληση για τον κλάδο του private equity
Η έκθεση της Bain αναδεικνύει τα exits ως το πιο πιεστικό ζήτημα του κλάδου, με τα exit markets να έχουν καθηλωθεί, σταματώντας τις ροές απόδοσης κεφαλαίων προς τους LPs και αφήνοντας τους GPs με 3,2 τρισεκατομμύρια δολάρια μη πωληθέντων περιουσιακών στοιχείων. Οι επιχειρήσεις που διατηρούνταν για τέσσερα ή περισσότερα χρόνια αποτελούσαν το 46% του συνόλου, το υψηλότερο ποσοστό από το 2012. Η κατακόρυφη πτώση των exits οδήγησε σε μείωση των buyout-based exits κατά 44% μόνο το τελευταίο έτος, φτάνοντας τα 345 δισεκατομμύρια δολάρια σε αξία, ενώ ο αριθμός των exit transactions μειώθηκε κατά 24% σε 1.067, με τα exits να είναι μειωμένα σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές.
Η τάση στασιμότητας των exits, που περιγράφει λεπτομερώς η Bain, συνέπεσε και με τη μείωση εξαγορών από επιχειρήσεις στο περιβάλλον μακροοικονομικής αβεβαιότητας και αυξανόμενων επιτοκίων με συνέπεια οι εταιρικοί αγοραστές να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 80% της συνολικής αξίας των exits το 2023, περίπου 271 δισεκατομμύρια δολάρια, μειωμένα κατά 45% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Οι sponsor-to-sponsor exits – συμφωνίες μεταξύ private equity funds – επλήγησαν επίσης, με τις συναλλαγές να μειώνονται κατά 47% από το 2022 σε 62 δισεκατομμύρια δολάρια. Εν τω μεταξύ, τα IPO exits αυξήθηκαν πέρυσι φτάνοντας τα 11,8 δισεκατομμύρια δολάρια από 6,9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022. Ωστόσο, εξακολουθούν να αποτελούν μόλις το 3% του συνολικού όγκου των exits.
Η άρση του αδιεξόδου των exits είναι πλέον κρίσιμης σημασίας καθώς τα μετρητά γίνονται ο πρωταγωνιστής
Η Bain προειδοποιεί ότι καμία από τις τρεις κύριους οδούς των exits δεν πρόκειται να ανακάμψει δυναμικά βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα τα buyout funds να συνεχίσουν να προβληματίζονται όσων αφορά την ουσιαστική μείωση συσσωρευμένων assets αξίας 3,2 τρισεκατομμύριων δολαρίων στο ενεργητικό τους.
H Bain δηλώνει ότι τα private equity funds πρέπει να αναλάβουν επειγόντως δράση σε πολλαπλά μέτωπα για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο των exits. Σύμφωνα με την έκθεση, οι GPs πρέπει να επιμείνουν στη δημιουργία αξίας, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο για να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τα κέρδη των εταιρειών του χαρτοφυλακίου τους, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια επιβαρύνουν τους πολλαπλασιαστές αποτίμησης. Επίσης, οι GPs πρέπει να εξειδικευθούν στην άντληση κεφαλαίων εν μέσω εντεινόμενου ανταγωνισμού για περιορισμένα capital pools.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων πλήττουν την εμπιστοσύνη και τη δραστηριότητα, καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός για κεφάλαια
Η ανάλυση της Bain καταγράφει τις απώλειες που υπέστη ο κλάδος του private equity πέρυσι, καθώς οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ –5,25 ποσοστιαίες μονάδες από το Μάρτιο του 2022 έως τον Ιούλιο του προηγούμενου έτους– έπληξαν την εμπιστοσύνη του κλάδου και παρέτειναν τις απώλειες όσον αφορά τις επιδόσεις που υπήρχαν ήδη από τα μέσα του 2022.
Στο πλαίσιο της κατακόρυφης πτώσης της αξίας των buyouts κατά περισσότερο από το ένα τρίτο (37%), επηρεάστηκαν τα deals όλων των κατηγοριών. Ωστόσο, εκείνα που εξαρτώνται από την τραπεζική χρηματοδότηση υπέστησαν το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς τα yields των μεγάλων, κοινοπρακτικών δανείων προσέγγισαν το 11% στις ΗΠΑ και το 9% στην Ευρώπη, σημειώνοντας υψηλά δεκαετίας.
Εν τω μεταξύ, τα τμήματα των growth equity και venture capital κινήθηκαν πέρυσι χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις, μετά τις ραγδαίες ανατροπές του 2022 που ακολούθησαν την προηγούμενη άνθηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με τις αποτιμήσεις του growth equity να είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων. Τα τμήματα αυτά επηρεάστηκαν επίσης από τις παρατεταμένες επιπτώσεις της κατάρρευσης της αγοράς των κρυπτονομισμάτων το 2022 και της Silicon Valley Bank το 2023.
Ενόψει των ανατροπών του περασμένου έτους, η άντληση κεφαλαίων του private equity συνέβαλε το εντυπωσιακό ποσό των 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο ήδη υψηλό σύνολο των 7,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του κλάδου σε κεφάλαια που αντλήθηκαν από το 2019 και μετά. Παρ’ όλα αυτά, το ποσό που συγκεντρώθηκε εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο ετήσιο ποσό από το 2018 – μειωμένο κατά 20% από το 2022 και κατά 30% από το ιστορικό υψηλό του 2021. Τα buyout funds ήταν το μόνο τμήμα που σημείωσε κέρδη μετά την άντληση κεφαλαίων, με αύξηση 18%, αλλά οι LPs προτιμούν κυρίως τα μεγάλα κεφάλαια που προσφέρουν αξιόπιστες επιδόσεις – οι 20 κορυφαίοι fund managers συγκέντρωσαν το 51% των κεφαλαίων για buyouts.
Ο ανταγωνισμός για κεφάλαια έφτασε επίσης σε νέα επίπεδα. Τον Ιανουάριο του 2024, 14.500 private equity funds αναζητούσαν κεφάλαια ύψους 3,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά λόγω της ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έκλεινε μόνο 1 δολάριο για κάθε 2,40 δολάρια.
Η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη (GenAI) πρόκειται να αλλάξει ολόκληρη την αλυσίδα αξίας του private equity
Η Bain αναλύει επίσης το πεδίο εφαρμογής της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης στον κλάδο του private equity, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον κλάδο με διάφορους τρόπους. Σύμφωνα με την έκθεση, ένας βασικός τομέας δυνατοτήτων είναι το deal sourcing. Ενώ οι επαγγελματίες διαχείρισης κεφαλαίων πρέπει να εξετάζουν πολλαπλές πιθανές συμφωνίες, η ικανότητα της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης να αναλύει μαζικές δεξαμενές δεδομένων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα βελτίωσης της παραγωγικότητας, ώστε η σύναψη των συμφωνιών να γίνεται με πιο έξυπνο και γρήγορο τρόπο.
Η Bain υποστηρίζει επίσης ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί μετασχηματίσει πολλούς τομείς δραστηριοτήτων των private equity funds σε ολόκληρο τον κύκλο δημιουργίας αξίας. Οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη για διάφορες εργασίες: από την αυτοματοποίηση της διαδικασίας data room scraping, την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της δέουσας επιμέλειας - διασφαλίζοντας παράλληλα μια πληρέστερη εικόνα των προοπτικών μιας εταιρείας-στόχου - έως τον εξορθολογισμό των λειτουργιών back-office.
Media Contact
Jacob Tsibre
Client Service
Junior Communications Executive
jacob.tsibre@publicom-hk.com
D: +30 2106281814